καλοφαίνεται

καλοφαίνεται
καλοφαίνεται, καλοφάνηκε [μου, σου κτλ.] βλ. πίν. 225 (μόνο στο γ' πρόσ., ως προσ. ή απρόσ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοφαίνομαι — (Μ καλοφαίνομαι) (ως απρόσ., με τις αντων. μού, σού, τού, μάς, σάς, τούς) καλοφαίνεται μού φαίνεται κάτι καλό, μού είναι ευχάριστο, μού αρέσει νεοελλ. 1. είμαι ευδιάκριτος, είμαι καταφανής, ξεχωρίζω 2. εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον («δεν μού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”